Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τις λεγόμενες προηγμένες ρυθμίσεις του προβολικού μας μέσου. Εδώ, είχαμε αναλύσει τις βασικές παραμέτρους και ρυθμίσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για κάθε μέσο. Μόλις, λοιπόν, ολοκληρώσουμε τις βασικές ρυθμίσεις προχωρούμε στις προηγμένες, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Α) Βαθμονόμηση της κλίμακας του γκρι
Β) Ρύθμιση του gamma
Γ) Ρύθμιση των χρωμάτων
Τι θα χρειαστούμε:
Τα προκαταρκτικά:
Πως λαμβάνουμε μετρήσεις και πως σετάρουμε το Κάλμαν.
Μόλις ανοίξει το πρόγραμμα, επιλέγουμε το template της επιλογής μας κλικάροντας στο μπλε φακελλάκι.
Η επιλογή αυτή θα παραμένει κάθε φορά που εκκινούμε το πρόγραμμα μέχρι να αποφασίσουμε να την αλλάξουμε χειροκίνητα. Επιλέγουμε από το μενού Grayscale.
και πάμε δεξιά στα settings.
Επιλέγουμε την πρώτη επιλογή, meter settings. Θα εμφανιστεί ονομαστικά ο αισθητήρας μας και θα δηλώσουμε πως θέλουμε να κάνουμε την μέτρησή μας ανάλογα το μέσο προβολής που διαθέτουμε.
Επιλογή Meter Initialization:
Όσοι διαθέτουν τριχρωματικό αισθητήρα (χρωματόμετρο) χρειάζεται να κάνουν initialize μονάχα άπαξ την πρώτη φορά ανοίγοντας το πρόγραμμα. Όσοι διαθέτουν φωτοσπεκτρόμετρο πρέπει να κάνουν αυτή τη διαδικασία κάθε ~ 15′ (υπάρχει ένδειξη που μας ειδοποιεί ότι ο αισθητήρας μας πρέπει να κάνει εκ νέου initialize).
Επιλογή source settings:
Επιλέγουμε την πρώτη εφόσον δεν διαθέτουμε κάποιο player ή κάποιον επεξεργαστή εικόνας από αυτούς της λίστας.
Options:
Επιλέγουμε πόσες διαβαθμίσεις του λευκού επιθυμούμε να μετρήσουμε κατά REC 709 D65 και με το gamma μας στα 2,2.
Τέλος, στην επιλογή Miscellaneous τσεκάρουμε τα FL ή τα Nits, ανάλογα με το πως θέλουμε να βλέπουμε τις τιμές φωτός.
Μέτρηση της κλίμακας του γκρι και gamma.
Πριν ξεκινήσουμε τις ρυθμίσεις μας πρέπει να γνωρίζουμε που βρισκόμαστε. Επομένως, πρώτη μας δουλειά είναι να μάθουμε πως ανταποκρίνονται τα διάφορα σταθερά presets του προβολέα ως προς την αναφορά. Δοκιμάζουμε, λοιπόν, τα διάφορα cinema, standard, living room κ.λ.π. του προβολέα μας. Αυτό που ψάχνουμε σε πρώτη φάση είναι να δούμε την συμπεριφορά τους, πόσο λάθος είναι και ποιο είναι το καλύτερο mode για να κάνουμε τις ρυθμίσεις μας. Δεν απασχολούμαστε με το τι είναι δηλωμένο στον προβολέα. Μπορεί το μέσο μας στη cinema π.χ. προρύθμιση να μας δηλώνει ότι παίζει με θερμοκρασία 6500Κ και gamma 2.2. Μας ενδιαφέρει μόνο κατά πόσον αυτές οι δηλώσεις ανταποκρίνονται στην αλήθεια…και θα το μάθουμε ευθύς αμέσως!!
Προβάλλουμε την καρτέλα 100 IRE (λευκό) και παίρνουμε μέτρηση.
Αμέσως, το πρόγραμμα θα μας ενημερώσει παρέχοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στο κουτάκι των 100 IRE. Κατόπιν, τσεκάρουμε το κουτάκι των 90 IRE, προβάλλουμε το αντίστοιχο πατερνάκι και ξαναπαίρνουμε μέτρηση. Συνεχίζουμε με τα 80, 70, 60 IRE κ.λ.π. μέχρι και την μέτρηση της μαύρης καρτέλας (0 IRE). Αυτό ήταν!! Μόλις ολοκληρώσαμε την πρώτη μέτρηση του προβολέα μας!
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των δεδομένων, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε τούτο: Όσο ο αισθητήρας μας θα δουλεύει τα χαμηλά IRE ο χρόνος μέτρησης θα αυξάνεται. Μην σας ανησυχεί αυτό. Δεν έχει πρόβλημα ο αισθητήρας. Απλά, χρειάζεται περισσότερο χρόνο να αναλύσει τα δεδομένα με λιγότερο φως.
Πάμε να δούμε, λοιπόν, τι μας είπε το κάλμαν:
Ας πάρουμε ενδεικτικά το κελί των 100 IRE.
Οι συντεταγμένες x, y ορίζουν πόσο κοντά είμαστε στην αναφορά κατά D65. Τα μαγικά νουμεράκια που προσπαθούμε να πετύχουμε για την απόλυτη ουδετερότητα είναι:
x = 312,7
y = 329
Σ’ έναν ιδανικό κόσμο, αν κάθε κελί μας, από τα 0 έως τα 100 IRE γράφει αυτά τα νουμεράκια, είμαστε ευτυχείς διότι τελειώσαμε με τη ρύθμιση του RGB μας. Η θερμοκρασία μας θα έχει καρφωθεί στους 6500Κ και το μέσο μας θα έχει μια κλίμακα του γκρι σούπερ αναφοράς!!!
Η ένδειξη Y είναι το φως μας στις διάφορες διαβαθμίσεις. Η τιμή φωτεινότητας στα διάφορα IRE μέσω της οποίας το πρόγραμμα υπολογίζει αυτόματα την τιμή του gamma, το οποίο μας ανακοινώνει λίγο πιο κάτω. ( η τιμή μπορεί να είναι είτε σε FL είτε σε Nits, ανάλογα τι επιλέγουμε από το πρόγραμμα)
Target Y είναι η ιδανική τιμή φωτεινότητας που θα πρέπει να έχουμε υπολογίζοντας μια σταθερή τιμή gamma π.χ. 2,2.
Η ένδειξη ΔΕ είναι η διαφορά μας από την αναφορά (x = 312,7 y = 329). Όσο πιο μικρό νουμεράκι παίρνουμε τόσο το καλύτερο. Ιδανικό φυσικά το 0.
Τέλος, η ένδειξη gammapoint μας λέει τι gamma έχουμε στις διάφορες διαβαθμίσεις σε σχέση με τον στόχο που έχουμε ορίσει και οποίος φαίνεται στην αμέσως πιο κάτω σειρά π.χ. 2,2.
Ας δούμε λίγο τα γραφήματά μας:
Το παραπάνω γράφημα μας λέει ότι το πράσινό μας παίζει πάνω από το 110%, το μπλε μας κάπου στα 100% και το κόκκινό μας κάτω από τα 90%. Έτσι εξηγούνται και οι αποκλίσεις των x, y συντεταγμένων. Σκοπός και και στόχος της προσπάθειας βαθμονόμησης είναι να φέρουμε τα τρία χρώματα σε απόλυτη ισορροπία στα 100% όσο πιο ιδανικά μπορούμε για να διώξουμε την πρασινίλα (στην προκειμένη περίπτωση) που προκύπτει στην εικόνα μας.
Η καρτέλα ΔΕ μας περιγράφει σε γράφημα πόσο λάθος είμαστε.
Η καρτέλα του gamma μας δείχνει τον μ.ο. καθώς και την πορεία του στα διάφορα IRE.
Η καρτέλα της θερμοκρασίας μας ενημερώνει για τους βαθμούς μέτρησης (ιδανικά 6500Κ).
Ανοίγοντας μια νέα καρτέλα,
επαναλαμβάνουμε την διαδικασία μέτρησης σε κάποιο άλλο mode του προβολέα μας π.χ. standard, living room. Καλό θα είναι να ξεχάσουμε εντελώς το dynamic mode. Στο 99,99% των περιπτώσεων δεν πρόκειται να μας δώσει ικανοποιητικές μετρήσεις ώστε να το χρησιμοποιήσουμε ως βάση ρύθμισης.
Βαθμονόμηση κλίμακας του γκρι και ορισμός gamma.
Ανοίγουμε ένα νέο παράθυρο και παίρνουμε ξανά μία μέτρηση προβάλλοντας την καρτέλα των 80 IRE. Πάμε στα ρυθμιστικά του προβολέα μας και εντοπίζουμε τα κοντρόλ για τη θερμοκρασία λευκού από το μενού. Συνήθως αυτά ορίζονται ως gain και offset και έχουν ξεχωριστή ρύθμιση για το κάθε ένα από τα πρωτεύοντα χρώματα:
R Gain (Κόκκινο Gain)
G Gain (Πράσινο Gain)
B Gain (Μπλε Gain)
R Offset (Κόκκινο Offset)
G Offset (Πράσινο Offset)
B Offset (Μπλε Offset)
Το Gain επηρεάζει όλη την κλίμακά μας ενώ το Offset επηρεάζει τα χαμηλά IRE μέχρι τα 50. Με λίγα λόγια, η επίδραση του gain είναι πιο καταλυτική διότι αυξομειώνει και τα χαμηλά αλλά και τα υψηλά IRE. Τα ρυθμιστικά του μπλε και του κόκκινου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Όσο σηκώνουμε το μπλε τόσο θα πέφτει το κόκκινο και το ανάποδο. Το πράσινο ορίζει την φωτεινότητά μας και καλό θα είναι να μην το πειράξουμε προς τα κάτω διότι θα χάσουμε φως. Βέβαια, σε περιπτώσεις υπερφωτεινών προβολέων (όπως είναι αυτοί μετά την έλευση του 3D) κάτι τέτοιο δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, κάθε άλλο μάλιστα. Αυξομειώνουμε τα ρυθμιστικά μας έτσι ώστε τα 3 χρώματά μας να έχουν ισορροπία στα 100%.
Κάθε φορά που σηκώνουμε ή χαμηλώνουμε το κοντρόλ gain για κάθε χρώμα παίρνουμε και μια μέτρηση. Σταματούμε μόλις δούμε ότι και τα τρία χρώματα βρίσκονται πάνω στο 100% (ή πάρα πολύ κοντά).
Πάμε στο κελί των 30 IRE προβάλλουμε την αντίστοιχη καρτέλα και παίρνουμε εκ νέου μέτρηση. Κοιτάμε το γράφημά μας και κάνουμε τα αντίστοιχα πράγματα χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά τα ρυθμιστικά offset. Τσεκάρουμε τι κάνουμε με συνεχείς μετρήσεις.
Μόλις τελειώσουμε και με τη ρύθμιση των 30 IRE, παίρνουμε μια συνολική μέτρηση (10-20, 50-60 κ.λ.π.) για να δούμε πως οι ρυθμίσεις μας επηρέασαν και όλες τις υπόλοιπες διαβαθμίσεις. Πιθανότατα τα πρωτεύοντα χρώματα να είναι πια αρκετά κοντά σε όλες τις διαβαθμίσεις του λευκού, όχι, όμως, απόλυτα σωστά. Εδώ είναι καλό να επανέλθουμε σ’ ένα θέμα που είχαμε θίξει και σε προηγούμενο άρθρο σχετικά με τα ρυθμιστικά των μηχανημάτων και τους περιορισμούς τους.
Το ιδανικό θα ήταν μετά τη ρύθμισή μας όλα τα x μας να έγραφαν 312,7 και όλα τα y μας 329. Μιας, όμως, και τα μηχανήματά μας δεν είναι αναφοράς ώστε να κάτσουν τέλεια πάνω στο D65 και συγχρόνως μιας και διαθέτουμε μόνο δύο ρυθμιστικά που επηρεάζουν ταυτόχρονα πολλές διαβαθμίσεις, κάτι τέτοιο είναι πολύ σπάνιο να συμβεί.
Τι κάνουμε?
Προσπαθούμε να βρούμε μια ισορροπία με όσο το δυνατόν λιγότερο λάθος (ΔΕ) μπορούμε. Είναι προτιμότερο να φέρουμε μια ισορροπημένη κλίμακα με το κόκκινο ή το πράσινο που και που να κλιπάρει, παρά να φέρουμε άριστα την κλίμακά μας από τα 50 IRE μέχρι τα 100 π.χ. και η υπόλοιπη να έχει μεγάλο λάθος. Αν δε έχουμε στρυφνό μηχάνημα που δεν έρχεται με τίποτα, προτιμούμε να θυσιάζουμε τα 90-100 IRE (μιας και ελάχιστη πληροφορία υπάρχει σε αυτές τις διαβαθμίσεις), φροντίζοντας την κλίμακά μας από τα 20 μέχρι τα 80.
Μόλις ολοκληρώσουμε τη βαθμονόμηση της κλίμακας του γκρι, ρίχνουμε μια ματιά στο gamma μας. Έχοντας φέρει καλά την κλίμακά μας, το gamma μας πρέπει να έχει ισορροπήσει όμορφα εκεί που επιθυμούμε (2,2 ή 2,35). Αν δούμε ότι το gamma παρ’ όλη τη ρύθμιση είναι χαμηλότερα ή ψηλότερα, επιλέγουμε από το μενού του προβολέα μας κάποια άλλη επιλογή gamma που σκουραίνει ή φωτίζει την εικόνα μας. Ξαναπαίρνουμε μετρήσεις της κλίμακας του γκρι και βλέπουμε πως ανταποκρίνεται η νέα επιλογή gamma. Εφόσον, ισορροπήσει καλά και δεν έχει επιφέρει αλλαγές στη βαθμονόμησή μας (αν ναι, ξαναπειράζουμε τα gain/offset), είμαστε έτοιμοι.
Τσεκάρουμε άλλη μια φορά τα Brightness/Contrast τα οποία ενδέχεται να χρειάζονται ένα δυο κλικ.
Έχουμε πλέον βαθμονομήσει κατάλληλα τον προβολέα μας να παίζει κατά (το δυνατόν) D65. Σώζουμε τις ρυθμίσεις μας και απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα των κόπων μας προβάλλοντας αρχικά αυτές τις δύο καρτέλες:
Και μετά σκηνές από τις αγαπημένες μας ταινίες!!!
Στο επόμενο κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με το σετάρισμα των χρωμάτων.
Καλές ρυθμίσεις!!!
Υγιαίνετε!!!
2 Comments
εξοχο αρθρο. Ηδη εχουν μπει σκεψεις για αγορα εξοπλισμου. Το μονο ανησυχητικό ειναι η ζωη ενος κολορίμετρου. Εχουν ημερομηνια ληξης? Απο καποιο σημειο και μετα αποδιδουν μετρησεις λανθασμενα?
Καλησπέρα και ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια!! Τα κολορίμετρα όντως είναι πιο ευπαθή από τα σπεκτρόμετρα, ωστόσο, αν κρατηθούν μακρυά από πράγματα που επιφέρουν γρήγορη φθορά (όπως σκόνη, υγρασία, θερμότητα κ.λ.π.), δεν υπάρχει λόγος να μην σε συνοδέψουν για πολύ καιρό. Επίσης, με την πάροδο του χρόνου μπορείς να τα συγκρίνεις με ένα σπεκτρόμετρο, ώστε να δεις κατά πόσον συνεχίζουν να αποδίδουν σωστά.