Οι Ιταλοί γείτονες λένε:
Non e’ bello quel ch’ e’ bello, e’ bello quel che piace.
Ό μεθερμηνευόμενο εις την Νεοελληνικήν σημαίνει:
Δεν είναι ωραίο το ωραίο, είναι ωραίο αυτό που αρέσει.
Πάρα πολλές καθημερινά επιβεβαιώνουμε την παραπάνω ρήση. Στο φαγητό που προτιμούμε, στα ρούχα που φοράμε, στα βιβλία που διαβάζουμε, στη μουσική που ακούμε. Γιατί να αλλάζει αυτό όταν καθόμαστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα ή τον καναπέ μας για να απολαύσουμε στον προβολέα ή τηλεόρασή μας την αγαπημένη μας ταινία/σειρά ή κάποιο αθλητικό γεγονός? Υπάρχει κάποιος λόγος? Ας το δούμε…
Καταρχάς, η κινούμενη εικόνα είναι ένα φαγητό αποτελούμενο από δεκάδες συστατικά. Θα περάσει από μια μεγάλη αλυσίδα ανθρώπων οι οποίοι θα φροντίσουν να τη σερβίρουν στο πιάτο μας. Από το πρώτο ciak μέχρι να πατήσουμε το play στο μέσο αναπαραγωγής μας, η εικόνα αυτή θα έχει δεχτεί εκατοντάδες παρεμβάσεις και ρυθμίσεις. Γίνεται ευνόητο, λοιπόν, ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι το δημιούργημα κάποιων ανθρώπων οι οποίοι θέλησαν να προσδώσουν στο έργο τους έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και μορφή. Στην κίνηση, τα χρώματα, τα εφέ, τη φωτεινότητα, τις λεπτομέρειες, την οξύτητα κ.λ.π. Ως εκ τούτου, εμείς καλούμαστε να παρακολουθήσουμε και να αξιολογήσουμε την προσπάθειά τους, όπως είναι. Όπως φτιάχτηκε και μας σερβιρίστηκε. Σε αντίθεση με το κοστούμι κατά παραγγελία όπου ο πελάτης αποφασίζει που θα πάει το μανίκι, πόσο στενό θα είναι το σακκάκι στην πλάτη και αν θα έχει πιέτα το παντελόνι, εδώ βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα ετοιματζίδικο μαγαζί. ‘Αυτά είναι κύριε/κυρία. Διαλέγετε και ό,τι σας κάνει, το παίρνετε’.
Αυτό είναι το σινεμά. Ένα ετοιματζίδικο μαγαζί.
Η ταινία είναι ο κόπος ενός σκηνοθέτη, το σκριπτ ενός σεναριογράφου, το μαρκούτσι του ηχολήπτη, η μονόφθαλμη κάμερα του κύκλωπα καμεραμάν, οι ατάκες και οι γκριμάτσες των ηθοποιών, οι μελανιές των stuntmen, τα φράγκα του παραγωγού, η μουσική επένδυση και το post production μπροστά από κονσόλες και μόνιτορ, απλά, για να αναφέρω μερικούς από τους κρίκους της αλυσίδας.
Μάστα…τίποτα μη γνωστό μέχρι εδώ.
Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη θέσπισης στάνταρντ και νόρμας για τους δημιουργούς ώστε ο θεατής να έχει μια αναφορά για να αξιολογήσει την όλη προσπάθεια. Ως εκ τούτου, μερικοί αρμόδιοι οργανισμοί όπως η CIE, EBU, SMPTE, THX έθεσαν τα πρότυπα αντικολοκυθόπιττας. Με λίγα λόγια μας είπαν ”αυτή είναι η σωστή εικόνα κύριοι και για να κρίνουμε κατά πόσο τα μέσα σας ανταποκρίνονται στην αναφορά πρέπει να τηρούν ορισμένες και σαφείς προϋποθέσεις’‘.
Μας έδωσαν, λοιπόν, κάτι νουμεράκια, κάτι συντεταγμένες, κάτι πατερνάκια που ορίζουν ποια είναι η σωστή συνολική φωτεινότητα της συσκευής μας, ποια είναι η σωστή θερμοκρασία λευκού, ποια η σωστή φωτεινότητα χρωμάτων, ποιος ο σωστός κορεσμός και απόχρωση αυτών, ποια η σωστή οξύτητα, ποιο το σωστό gamma, ποια η σωστή απόσταση θέασης, ποια τα σωστά levels, ποιος ο σωστός χρονισμός όσον αφορά την κίνηση κ.λ.π.
Με όλα αυτά τα θέματα (και άλλα πολλά) ασχολείται η ρύθμιση (καλιμπράρισμα) των συσκευών βάσει θεσπισμένων προτύπων. Όσο πιο κοντά είναι οι συσκευές μας στην αναφορά τόσο καλύτερα θα αξιολογούμε την συνολική προσπάθεια στο πανί μας. Θα διακρίνουμε όλα όσα ήθελε ο σκηνοθέτης να δούμε, θα εκτιμήσουμε τις χρωματικές αποχρώσεις σε όλη την καταγεγραμμένη κλίμακα, θα ανακαλύψουμε περίεργους φωτισμούς και εφέ, θα αντιληφθούμε κάθε διαφορά που προκύπτει από την ορθή ρύθμιση της αντίθεσης (contrast).
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η εικόνα που θα πάρουμε μετά τη ρύθμιση μπορεί να μην είναι της αρεσκείας μας, για τον απλούστατο λόγο της κολοκυθόπιττας που έγραψα παραπάνω. Παράδειγμα:
Ένα απλό παράδειγμα είναι το πως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε όλα αυτά τα χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ‘’παγωμένα’’, οπότε όποια πιο ‘’θερμή’’ ρύθμιση μας ξενίζει. Οι αγαπημένες μας CRT συσκευές μας είχαν συνηθίσει στο λευκό του πάγου το οποίο βρίσκεται πολύ πιο ψηλά σε θερμοκρασία από τους 6500Κ (βαθμοί Κέλβιν) που απαιτεί η αναφορά.
Έτσι, το λευκό της αναφοράς ενδέχεται να μας φανεί πιο κρεμ (προς το κίτρινο), πιο άτονο, λιγότερο λευκό.
Επειδή, όμως, η ανωτέρω θερμοκρασία λευκού ορίζει και την κλίμακα του γκρι αλλά και την απόδοση των χρωμάτων, η ρύθμισή του θα έχει αντίκτυπο συνολικά στην προσλαμβανόμενη εικόνα.
Επομένως, τι κάνουμε? Είναι απλό…
Ή διαλέγουμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε όπως μας αρέσει ή ρυθμίζουμε τη συσκευή μας όσο πιο καλά μπορούμε (θα μιλήσουμε εκτενώς σε άλλο άρθρο για τους περιορισμούς και τα ρυθμιστικά των συσκευών) ώστε να συνηθίσουμε σιγά-σιγά να απολαμβάνουμε ποιοτικότερη και ορθότερη απόδοση των αγαπημένων μας ταινιών/σήριαλ ή αθλητικών γεγονότων στον προβολέα μας.
Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και αυτό, είναι τελικά ζήτημα προσωπικής επιλογής.
Υγιαίνετε!!!